- ἀσκοῦμαι
- ἀσκέωworkpres ind mp 1st sg (attic epic doric aeolic)ἀσκόομαιpres ind mp 1st sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ασκούμαι — ασκούμαι, ασκήθηκα, ασκημένος βλ. πίν. 74 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
προτεχνούμαι — όομαι, Α ασκούμαι ήδη. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + τεχνοῦμαι «διδάσκομαι μια τέχνη, ασκούμαι» (< τέχνη)] … Dictionary of Greek
συνασκώ — έω, ΜΑ [ἀσκῶ] μσν. εκκλ. ασκούμαι στον μοναχικό βίο μαζί με άλλον αρχ. 1. ασκώ ή εξασκώ κάποιον σε κάτι ακόμη 2. βοηθώ κάποιον να ασκηθεί σε κάτι 3. εκπαιδεύω κάποιον πλήρως («πανταχόθεν ἑαυτὸν συνασκῶν», Διογ. Λαέρ.) 4. συνεργώ σε κάτι 5.… … Dictionary of Greek
ακοντίζω — (Α ἀκοντίζω) 1. ρίχνω το ακόντιο, εξακοντίζω «ἀκοντίζων τὸν ὗν τοῡ μὲν ἁμαρτάνει, τυγχάνει δὲ τοῡ Κροίσου παιδὸς» (Ηρόδ.) 2. χτυπώ με το ακόντιο «ὲς πλευρὰ καὶ πρὸς ἧπαρ ἠκοντίζετο» (Ευρ.) νεοελλ. 1. χτυπώ, λαβώνω με τη ματιά «και την καρδιά μου… … Dictionary of Greek
αλείφω — αλείβω (Α ἀλείφω) 1. επιθέτω υγρή ή λιπαρή ουσία σε κάποια επιφάνεια, επαλείφω, επιχρίω 2. επαλείφω με οποιαδήποτε ύλη 3. κάνω επάλειψη σε ασθενή νεοελλ. 1. ρυπαίνω, λερώνω 2. δωροδοκώ, λαδώνω 3. παθ. ωφελούμαι υλικά, απολαμβάνω κέρδος 4. φρ. «θα … Dictionary of Greek
εμπρομελετώ — ἐμπρομελετῶ ( άω) (Α) μελετώ, ασκούμαι σε κάτι από πριν, προγυμνάζομαι … Dictionary of Greek
εναθλώ — ( έω) (AM ἐναθλῶ) 1. υπομένω, αντέχω ως αθλητής («ὑπὲρ Χριστοῡ ἐναθλῶν», Μηναία) 2. (με απρμφ.) επιχειρώ («τὸ πόλισμα ἐνήθλει λαβεῑν») 3. αγωνίζομαι, πολεμώ αρχ. ασκούμαι, γυμνάζομαι σε κάτι … Dictionary of Greek
επασκώ — ἐπασκῶ, έω (Α) [ασκώ] 1. κατασκευάζω κάτι με επιμέλεια, διακοσμώ κάτι με φροντίδα («ἐπήσκηται δὲ oἱ αὐλὴ τοίχῳ καὶ θριγκοῑσι», Ομ. Οδ.) 2. εκθειάζω, εξαίρω, αναδεικνύω («ἐπασκήσω κλυταῑς ἥρωα τιμαῑς», Πίνδ.) 3. καλλιεργώ, εξασκώ, προάγω («σοφίαν… … Dictionary of Greek
επεντύνω — ἐπεντύνω και ἐπεντύω (Α) 1. ετοιμάζω, παρασκευάζω («σὺ μἐν νῶιν ἐπέντυε μώνυχας ἵππους», Ομ. Ιλ.) 2. μέσ. ασκούμαι σε κάτι («ἐπεντύνονται ἄεθλα», Ομ. Οδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + εντύνω «ετοιμάζω, εξοπλίζω»] … Dictionary of Greek
θεματογραφώ — (Μ θεματογραφῶ, έω) [θεματογράφος] 1. γράφω θέματα, γυμνάσματα νεοελλ. 2. ασκούμαι στη γραπτή έκθεση ιδεών 3. ειρων. γράφω επιτηδευμένα ή άτεχνα κείμενα … Dictionary of Greek